- κρησαρίζω
- μετ. просеивать сквозь сито
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρησαρίζω — [κρησάρα] κοσκινίζω το αλεύρι με κρησάρα … Dictionary of Greek
κρησαρίζω — κρησάρισα, κρησαρίστηκα, κρησαρισμένος, κοσκινίζω με κρησάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρησάριστος — η, ο [κρησαρίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε με κρησάρα*, ο ακοσκίνιστος … Dictionary of Greek
κρησάρισμα — το [κρησαρίζω] το κοσκίνισμα με την κρησάρα … Dictionary of Greek
κρησαρίστρα — η [κρησαρίζω] 1. κρησάρα 2. γυναίκα που κοσκινίζει το αλεύρι με κρησάρα … Dictionary of Greek
κρησαριστός — ή, ό [κρησαρίζω] 1. κοσκινισμένος με την κρησάρα, κρησαρισμένος («κρησαριστό αλεύρι») 2. φρ. «κρησαριστό ψωμί» ψωμί που παρασκευάστηκε από αλεύρι που κοσκινίστηκε με την κρησάρα … Dictionary of Greek
σινιάζω — ΜΑ [σινίον] 1. κοσκινίζω, κρησαρίζω 2. συνταράσσω, αναστατώνω μσν. ταρακουνώ, κακομεταχειρίζομαι … Dictionary of Greek
κοσκινίζω — και κοσκινάω κοσκίνισα, κοσκινίστηκα, κοσκινισμένος 1. καθαρίζω κάτι με το κόσκινο, κρησαρίζω. 2. εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)